Από την ένταση του Φεβρουαρίου μέχρι τη συμφωνία για τα ορυκτά, η σχέση Τραμπ–Ζελένσκι ακροβατεί ανάμεσα στην κρίση και την αναγκαστική συνεργασία.
Η 28η Φεβρουαρίου καταγράφεται ως μία από τις πλέον σκοτεινές στιγμές για την Ουκρανία στα τρία χρόνια πολέμου – και αυτό, ειρωνικά, όχι στα χαρακώματα, αλλά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Ουάσιγκτον. Η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθούσε με αμηχανία την άνευ προηγουμένου επίθεση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς προς τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μέσα στο Οβάλ Γραφείο. Το περιστατικό κατέληξε στην άτυπη απομάκρυνση του Ζελένσκι από τον Λευκό Οίκο, ακόμη και πριν από το προγραμματισμένο επίσημο δείπνο.
Ο Τραμπ είχε ήδη διατυπώσει πολλές φορές τη δυσπιστία του απέναντι στη συνέχιση της αμερικανικής στήριξης στην Ουκρανία. Ωστόσο, μετά την ατυχή αυτή συνάντηση με τον Ζελένσκι, η Ουάσιγκτον ενέτεινε τις διπλωματικές επαφές με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα προσχέδιο ειρήνευσης που απαιτούσε σοβαρές παραχωρήσεις από την ουκρανική πλευρά.
Δύο μήνες αργότερα, η εικόνα μοιάζει να αλλάζει — ίσως και προς το καλύτερο. Οι New York Times σχολιάζουν σε πρόσφατο άρθρο ότι διαφαίνεται ελπίδα, αν και συνοδεύουν τις εκτιμήσεις τους με πολλούς «αστερίσκους», αποδίδοντάς τους στη «ζιγκ ζαγκ» πολιτική του προέδρου Τραμπ.
Η συμφωνία συνεκμετάλλευσης ορυκτών και ενεργειακών αποθεμάτων, που ανακοινώθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση μόλις μία ημέρα πριν, αναζωπύρωσε τις προσδοκίες για την Ουκρανία. Η Αλίνα Πολιάκοβα, πρόεδρος του Κέντρου Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως μια αμοιβαία επωφελή εξέλιξη, σημειώνοντας ότι η Ουκρανία τη διαπραγματεύτηκε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα.
Το Σάββατο, οι δύο ηγέτες είχαν μια σύντομη αλλά θερμή συνομιλία στο περιθώριο της κηδείας του Πάπα Φραγκίσκου στο Βατικανό, κίνηση που ερμηνεύτηκε ως ένδειξη αποκατάστασης των σχέσεών τους. Αυτό, παρά τη φανερή ενόχληση της Ουάσιγκτον για την τακτική του Κρεμλίνου.
Ωστόσο, οι αναλυτές παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντι στις πραγματικές προθέσεις του Τραμπ, επισημαίνοντας τη χαοτική του στάση που προκαλεί σύγχυση όχι μόνο στους δημοσιογράφους και τους ειδικούς, αλλά και στους βασικούς «παίκτες» του πολέμου.
Οι αντιφατικές γραμμές της αμερικανικής ηγεσίας εντείνουν το κλίμα ασάφειας. Ο Στιβ Γουίτκοφ, ειδικός απεσταλμένος και τέσσερις φορές συνομιλητής του Πούτιν, έχει κατηγορηθεί για φιλορωσική στάση. Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, διαχρονικός επικριτής του Κρεμλίνου, υιοθετεί πολύ πιο προσεκτική ρητορική.
Η ασυνέπεια στις πολιτικές κινήσεις του Τραμπ αναδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις και την πραγματικότητα. Όπως σημειώνουν οι New York Times, παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι θα μπορούσε να επιλύσει τη σύγκρουση εντός 24 ωρών, έχουν ήδη περάσει 100 ημέρες διακυβέρνησης χωρίς καν μια προσωρινή εκεχειρία.
«Ο πρόεδρος αποζητά γρήγορα αποτελέσματα και η όλη διαδικασία αποδείχθηκε εξαιρετικά απογοητευτική», δηλώνει χαρακτηριστικά η Πολιάκοβα.
Αυτό που μοιάζει να αλλάζει, τουλάχιστον προσωρινά, είναι το αντικείμενο της δυσφορίας του Τραμπ: από τον Ζελένσκι στον Πούτιν. Παρά τις θερμές δηλώσεις του Ρώσου προέδρου για την «ανοικτή» προσέγγιση του Αμερικανού ομολόγου του, παραμένει διστακτικός στην αποδοχή ειρηνευτικής συμφωνίας. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, ο Πούτιν εκτιμά πως διατηρεί το πλεονέκτημα στο πεδίο και δεν βλέπει λόγο να υποχωρήσει χωρίς επιπλέον παραχωρήσεις – παρά τις ήδη γενναιόδωρες προτάσεις της αμερικανικής πλευράς.
Η πρόσφατη αυστηρή δήλωση του Τραμπ, με αποδέκτη τον Πούτιν μετά από ρωσική πυραυλική επίθεση στο Κίεβο, δείχνει ότι τα όρια της στρατηγικής ανοχής αρχίζουν να δοκιμάζονται.
Στο τραπέζι βρίσκονται πλέον σημαντικές αποφάσεις. Ο Τραμπ καλείται να διαχειριστεί μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της επιθυμίας του για άμεση ειρήνη και της δυσπιστίας του προς τον Ζελένσκι, σε συνδυασμό με την ιστορικά «φιλική» του στάση προς τον Πούτιν. Όμως, οι απαιτήσεις του Κρεμλίνου –όπως η αναγνώριση του ελέγχου πέντε ουκρανικών περιοχών από τη Ρωσία και η διακοπή της δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης– παραμένουν αδιανόητες για το Κίεβο.
Ο πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Ουκρανία, Γουίλιαμ Μ. Τέιλορ Τζούνιορ, υποστηρίζει ότι ο Τραμπ έχει απογοητευτεί από τη στάση του Πούτιν και πλέον εμφανίζεται λιγότερο γοητευμένος από τον Ρώσο ηγέτη σε σχέση με την πρώτη του θητεία.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο Ζελένσκι μοιάζει να ανακτά έδαφος. Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Κιρ Στάρμερ και ο Εμανουέλ Μακρόν, φαίνεται να διαδραμάτισαν ρόλο «μεσολαβητών» για την εξομάλυνση των σχέσεων Τραμπ–Ζελένσκι.
Επιπλέον, αναλυτές σημειώνουν πως η ουκρανική πλευρά πέτυχε μια σαφώς πιο συμφέρουσα εκδοχή της συμφωνίας για τα ορυκτά, σε σχέση με την αρχική – την οποία κάποιοι είχαν χαρακτηρίσει εκβιαστική.
Η κυβέρνηση Ζελένσκι ελπίζει ότι, «πατώντας» στο ισχυρό επιχειρηματικό ένστικτο του Τραμπ, η συμφωνία θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την αναζωογόνηση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ουκρανία. Η Νατάλια Σάποβαλ, επικεφαλής του Ινστιτούτου KSE, τονίζει ότι η συμφωνία αποδεικνύει την αξία της Ουκρανίας ως εταίρου: «Με βάση τους κανόνες του παιχνιδιού της ομάδας Τραμπ, η Ουκρανία απέδειξε ότι αξίζει να τη λάβουν στα σοβαρά».