Ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήθελε, ιδανικά, να έχει ήδη «κλείσει» το ουκρανικό μέτωπο, εξασφαλίζοντας μια συμφωνία ειρήνης ή έστω μια σταθερή εκεχειρία.
Επιμέλεια: Δανάη Δημητρίου
Ωστόσο, επτά μήνες αφότου επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, ο πόλεμος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και χωρίς σαφή ένδειξη αποκλιμάκωσης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η δυναμική μπορεί να αλλάξει τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες – ενδεχομένως με αφορμή μια συνάντηση κορυφής μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντιμίρ Πούτιν, για την οποία υπάρχουν ήδη έντονες διεργασίες.
Ο Τραμπ εμφανίζεται αισιόδοξος, κάνοντας λόγο για «σημαντική πρόοδο» μετά τη χθεσινή, πολύωρη συνάντηση του ειδικού απεσταλμένου του Λευκού Οίκου, Στιβ Γουίτκοφ, με τον Ρώσο πρόεδρο στη Μόσχα. Όπως δήλωσε, «όλοι συμφωνούν ότι αυτός ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει», προαναγγέλλοντας κινήσεις τις επόμενες ημέρες. Σύμφωνα με την εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, οι Ρώσοι έχουν εκφράσει τη βούληση για απευθείας συνομιλίες με τον πρόεδρο Τραμπ, ενώ δεν αποκλείεται η πραγματοποίηση και τριμερούς συνάντησης με τη συμμετοχή του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Από την πλευρά του Κρεμλίνου, ο Γιούρι Ουσάκοφ επιβεβαίωσε ότι υπάρχει συμφωνία για επικείμενη συνάντηση Πούτιν-Τραμπ «σε ανώτατο επίπεδο», έπειτα από αμερικανική πρωτοβουλία.
Σύμφωνα με πληροφορίες αμερικανικών μέσων, ο Τραμπ επιδιώκει την άμεση πραγματοποίηση αυτής της συνάντησης – ενδεχομένως ακόμη και την ερχόμενη εβδομάδα – ενώ η προοπτική μιας ευρύτερης, τριμερούς συνάντησης φαίνεται να εξετάζεται για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Ωστόσο, παρά τις επίσημες δηλώσεις αισιοδοξίας, πολλοί αναλυτές εκφράζουν επιφυλάξεις. Ο Αμερικανός πολιτικός σχολιαστής Στίβεν Κόλινσον σημειώνει πως η Ρωσία δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής σημάδια ουσιαστικής μεταστροφής, ενώ οι ρωσικές επιθέσεις συνεχίζονται με τον ίδιο ρυθμό. Την ίδια στιγμή, αναρωτιέται μήπως ο Τραμπ πέφτει στην «παγίδα» της Μόσχας, που μπορεί να επιδιώκει περισσότερο να κερδίσει χρόνο, παρά να κάνει πραγματικές υποχωρήσεις.
Όπως τονίζει και ο Ντέιβιντ Σάλβο, πρώην διπλωμάτης και αναλυτής του German Marshall Fund, «στη Δύση υποτιμούμε συχνά πόσο εξαρτάται το Κρεμλίνο από τη συνέχιση αυτού του πολέμου. Δεν πρόκειται απλώς για στρατηγική επιλογή – είναι ο μηχανισμός πάνω στον οποίο έχει στηθεί ολόκληρο το πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα της Ρωσίας σήμερα».
Παράλληλα, η ρωσική πλευρά έχει, ήδη από τις αρχές του έτους, αναστείλει συνομιλίες και προσπεράσει τις διεθνείς εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός, δείχνοντας ότι δεν βρίσκεται σε φάση διαπραγματευτικής υποχώρησης.
Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζεται και πολιτικά. Έχοντας υποσχεθεί ότι θα «τερματίσει τον πόλεμο εντός ωρών» μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, βλέπει το μέτωπο να παραμένει ενεργό επτά μήνες αργότερα. Επιδιώκει ένα απτό αποτέλεσμα που να μπορεί να παρουσιαστεί ως επιτυχία – ενδεχομένως ακόμη και για την πολυπόθητη υποψηφιότητα για το Νόμπελ Ειρήνης. Το είχε διεκδικήσει παλαιότερα για την Κορεατική Χερσόνησο, τώρα φαίνεται να το επιδιώκει για την Ουκρανία (και ενδεχομένως και για τη Γάζα).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λευκός Οίκος έχει σκληρύνει τη στάση του, στέλνοντας τελεσίγραφα στη Μόσχα – κίνηση που ενόχλησε ανοιχτά τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ επιμένουν στη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και απειλούν με νέες, δευτερογενείς κυρώσεις, μεταξύ άλλων και κατά του ρωσικού πετρελαίου – κάτι που έχει φέρει ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ινδίας.
Αναλυτές υπογραμμίζουν ότι, εάν η συνάντηση Πούτιν-Τραμπ πραγματοποιηθεί, η ρωσική πλευρά θα πρέπει να εμφανιστεί διατεθειμένη να προσφέρει κάτι συγκεκριμένο, το οποίο ο Τραμπ θα μπορέσει να «πουλήσει» στο εσωτερικό ως αποτέλεσμα της παρέμβασής του. Το σενάριο μιας συνολικής ειρήνης θεωρείται απίθανο στην παρούσα φάση. Πιο ρεαλιστικό ενδεχόμενο είναι μια «μερική εκεχειρία», ίσως με περιορισμό των αεροπορικών επιδρομών σε αστικά κέντρα. Ήδη, το Bloomberg έχει μεταδώσει πληροφορίες περί σχεδίου για «αεροπορική εκεχειρία».
Ωστόσο, η ουκρανική πλευρά αντιμετωπίζει τις εξελίξεις με σκεπτικισμό. Ο πρόεδρος Ζελένσκι προειδοποίησε ότι η Ρωσία ενδέχεται να επιχειρήσει να παραπλανήσει τη διεθνή κοινότητα με μερικές επιφανειακές δεσμεύσεις. «Η πίεση προς τη Ρωσία έχει αποτέλεσμα», δήλωσε, «αλλά πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για να μη μας ξεγελάσουν». Ήδη έχει αρχίσει σειρά επικοινωνιών με Ευρωπαίους ηγέτες – μεταξύ των οποίων και οι Μακρόν, Μερτς και Μελόνι.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι προηγούμενες «ιστορικές» συναντήσεις του Τραμπ με τον Πούτιν (όπως στο Ελσίνκι το 2018) ή με τον Κιμ Γιονγκ Ουν (στη Σιγκαπούρη) δεν απέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η Βόρεια Κορέα εξακολουθεί να αποτελεί πυρηνική απειλή, ενώ σήμερα υποστηρίζει ενεργά τη ρωσική πλευρά στην Ουκρανία.
Σε κάθε περίπτωση, το διπλωματικό σκηνικό είναι ρευστό. Η επόμενη συνάντηση κορυφής ίσως καθορίσει τις ισορροπίες των επόμενων μηνών. Και ειδικά αυτή τη φορά, με τη σύγκρουση να διαρκεί ήδη πάνω από δυόμισι χρόνια και τις γεωπολιτικές γραμμές να έχουν σκληρύνει, τα περιθώρια για επικοινωνιακά «παιχνίδια» είναι περιορισμένα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει λύσεις – όμως η Μόσχα έχει αποδείξει πολλές φορές ότι ξέρει να κερδίζει χρόνο. Και αυτή η αναμέτρηση, με φόντο την Ουκρανία, ίσως αποδειχθεί από τις πιο δύσκολες της δεύτερης θητείας του.