Στη Μέση Ανατολή του 2025 διαμορφώνεται ένα σύνθετο και ασταθές γεωπολιτικό τοπίο, στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος που δεν έχει ακόμη παγιωθεί.
Η έννοια της πολιτικής διασύνδεσης, δηλαδή η σύνδεση διαφορετικών ζητημάτων σε ένα ενιαίο στρατηγικό πλαίσιο διαπραγματεύσεων, αποτελεί τον βασικό μηχανισμό μέσα στον οποίο ΗΠΑ, Ισραήλ, Τουρκία και Ρωσία επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Το Ισραήλ, ως αναθεωρητικός δρών, επιδιώκει οριστική λύση στη Γάζα, πιέζοντας την Ουάσιγκτον για στρατηγικό βάθος μέσω του εκτοπισμού πληθυσμών. Το σχέδιο Τραμπ λειτουργεί ως εργαλείο αναδιάταξης με στόχο την ασφάλεια του Ισραήλ και την εξάλειψη της Χαμάς.
Οι ΗΠΑ ανταποκρίνονται μέσω επανενεργοποίησης της τουρκικής επιρροής στη Συρία με την άνοδο της HTS, και ταυτόχρονα αποδέχονται τη σύνδεση του ουκρανικού με το συριακό ζήτημα. Η πολιτική αστάθεια εντός ΗΠΑ (αναστολή λειτουργίας κυβέρνησης) άνοιξε διαπραγματευτικά παράθυρα, ενώ η ανάγκη για αναχαίτιση της Κίνας κάνει τη Ρωσία κρίσιμο εταίρο.
Η Τουρκία κινείται στρατηγικά, εδραιώνοντας επιρροή στη Συρία και ενισχύοντας τη σχέση της με τη Ρωσία μέσω της πυρηνικής συνεργασίας. Παράλληλα, αποστασιοποιείται από τη Χαμάς, διεκδικώντας ρόλο διαμεσολαβητή. Στην Ευρώπη, εργαλειοποιεί το προσφυγικό για γεωπολιτικά ανταλλάγματα.
Η Ρωσία, υπό πίεση, αποδέχεται την απομάκρυνση Άσαντ, μειώνει την παρουσία της στη Συρία και επιδιώκει αποκλιμάκωση στην Ουκρανία. Βλέπει στις ΗΠΑ και στη Δύση έναν πιθανό νέο δίαυλο, ώστε να ισορροπήσει απέναντι στην ανερχόμενη Κίνα.
Παρότι η αλυσίδα ανταλλαγμάτων δημιουργεί συνθήκες θετικού αθροίσματος, η ιστορική αστάθεια της περιοχής και οι απρόβλεπτοι παράγοντες — από το μέλλον της προεδρίας Τραμπ μέχρι τις εσωτερικές εξελίξεις στη Συρία και Ουκρανία — καθιστούν το σενάριο εύθραυστο, με την πιθανότητα υλοποίησής του να εκτιμάται στο 50%.