Δίχως ρόλο και θέση η Ελλάδα στη γεωπολιτική σκακιέρα, απέναντι σε έναν Ερντογάν που γίνεται ρυθμιστής
Σε μια περιοχή όπου οι σταθερές καταρρέουν και οι συμμαχίες αναδιατάσσονται με ταχύτητα που αιφνιδιάζει, η Τουρκία επιστρέφει στο προσκήνιο όχι ως περιφερειακός ταραξίας, αλλά ως γεωπολιτικός «παίκτης» με λόγο και επιρροή. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα δείχνει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πολλώ δε μάλλον να τις επηρεάσει.
Η Άγκυρα, μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, κατάφερε να μετατρέψει το αφήγημα της διπλωματικής απομόνωσης σε στρατηγική αξιοποίησης του διεθνούς ρευστού τοπίου. Με τακτικούς ελιγμούς, αναδιάταξη συμμαχιών και επιλεκτικές υποχωρήσεις, η τουρκική διπλωματία κατάφερε να ανατρέψει δυσμενείς ισορροπίες και να επανέλθει ως παράγοντας σταθερότητας και διαμεσολάβησης σε καίριες συγκρούσεις.
Στη Συρία προβάλλεται ως ρυθμιστής. Στη Λιβύη λειτουργεί πλέον με πρόσβαση και στις δύο πλευρές της εσωτερικής σύγκρουσης, ενώ έχει αναβαθμίσει σημαντικά το τουρκολιβυκό μνημόνιο μέσα από διαύλους που πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν κλειστοί. Στην Ουκρανική κρίση, διατήρησε σχέσεις τόσο με τη Μόσχα όσο και με το Κίεβο, εξασφαλίζοντας ρόλο που καμία άλλη χώρα της περιοχής δεν μπόρεσε να αποκτήσει.
Κυρίως όμως, πέτυχε τη στρατηγική επανασύνδεσή της με την Ουάσινγκτον. Η διστακτική — αλλά σταθερά εξελισσόμενη — αμερικανική στροφή προς την Τουρκία, η επανεξέταση της συμμετοχής της στα εξοπλιστικά προγράμματα των F-35 και η προώθηση της συμφωνίας για τα F-16, είναι ενδείξεις μιας σαφούς επαναπροσέγγισης που επαναπροσδιορίζει την αμερικανική αρχιτεκτονική ασφαλείας στην περιοχή.
Απέναντι σε αυτό το σκηνικό, η Αθήνα δείχνει εγκλωβισμένη σε μια στατική ανάγνωση των διεθνών ισορροπιών. Η στρατηγική του να «ποντάρει» στη δυσμένεια της Τουρκίας και να επενδύει σχεδόν αποκλειστικά στην καλή σχέση με τη Δύση, φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Οι εξελίξεις αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρούς εναλλακτικούς διαύλους, ούτε έχει ενεργοποιήσει μηχανισμούς προσαρμογής στο νέο περιβάλλον.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική μοιάζει να κινείται σε ρυθμούς της προηγούμενης δεκαετίας. Οι παραδοσιακές γραμμές άμυνας — η προσκόλληση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, η ρητορική περί αποτροπής, οι αναφορές στο διεθνές πλαίσιο — δεν αρκούν πλέον σε μια εποχή όπου η πραγματική επιρροή κρίνεται στο πεδίο των συμμαχιών, της επιτόπιας παρουσίας και της ευελιξίας. Ακόμα και όταν υπάρχουν ενστάσεις (όπως στα εξοπλιστικά της Τουρκίας), σπάνια συνοδεύονται από πειστικά εναλλακτικά εργαλεία ή επιτυγχάνουν να διαμορφώσουν συσχετισμούς.
Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας συνοδεύεται και από αδράνεια της Ελλάδας σε κρίσιμα μέτωπα. Ενώ η Άγκυρα αξιοποιεί την κάθε ευκαιρία επανεκκίνησης σχέσεων με χώρες-κλειδιά, η Αθήνα περιορίζεται σε διπλωματικές κινήσεις χαμηλής έντασης. Οι εξελίξεις στη Λιβύη είναι χαρακτηριστικές: η τουρκική πλευρά όχι μόνο δεν υποχώρησε στο μνημόνιο του 2019, αλλά φροντίζει ώστε αυτό να «νομιμοποιηθεί» έμμεσα μέσω νέων επαφών — ακόμα και με τις μέχρι πρότινος εχθρικές αρχές.
Η ίδια δυναμική επαναλαμβάνεται και στην ευρωπαϊκή σφαίρα. Η Τουρκία εντάσσεται σε εξοπλιστικά project της Ε.Ε., ενώ η Ελλάδα περιορίζεται σε αντιδράσεις χωρίς ουσιαστική στρατηγική αντίκρουσης.
Η ενίσχυση της τουρκικής διπλωματίας δεν θα έπρεπε να προκαλεί πανικό, αλλά εγρήγορση. Η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ, αλλά και ως χώρα με βαθιές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει όλα τα εχέγγυα για να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο. Το ζήτημα είναι εάν θα συνεχίσει να κινείται αντιδραστικά ή αν θα χαράξει, επιτέλους, έναν ενεργητικό και πολυδιάστατο προσανατολισμό.
Απαιτείται ένα νέο μοντέλο εξωτερικής πολιτικής, με ενίσχυση των περιφερειακών συνεργειών, αναζήτηση στρατηγικών εταίρων πέραν των προφανών και αξιοποίηση των γεωοικονομικών εργαλείων που διαθέτει η χώρα. Σε έναν κόσμο όπου οι ρόλοι δεν δίνονται, αλλά διεκδικούνται, η στασιμότητα ισοδυναμεί με απουσία.