Η Ελλάδα παραμένει σταθερά ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των τεταμένων σχέσεων με την Τουρκία
Το 2024, η χώρα δαπάνησε περίπου 6,2 δισ. ευρώ, δηλαδή το 3,1% του ΑΕΠ της, κατατάσσοντας την στην πρώτη πεντάδα των συμμάχων με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ – μετά τις ΗΠΑ, την Πολωνία, τη Λετονία και την Εσθονία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι η Ελλάδα σχεδιάζει να επενδύσει 25 δισ. ευρώ για την άμυνά της την επόμενη 12ετία. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι δαπάνες για το 2025 προβλέπεται να φτάσουν τα 6,13 δισ. ευρώ, με 2,49 δισ. να κατευθύνονται σε εξοπλιστικά προγράμματα.
Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν πως μεγάλο μέρος των εξοπλισμών προέρχεται από το εξωτερικό, καθώς η Ελλάδα υστερεί στη δημιουργία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Προκλήσεις υπάρχουν και στον τομέα των επιχειρησιακών δυνατοτήτων, καθώς μεγάλο μέρος του εξοπλισμού είναι παλιό και κατακερματισμένο σε νησιά, ενώ η εκπαίδευση του προσωπικού δεν είναι επαρκής για σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό σχέδιο ReArm Europe ενδέχεται να στηρίξει την ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Η χώρα διαθέτει δύο βασικές εταιρείες στον χώρο: την Hellenic Defence Systems, που παράγει πυρομαχικά, και την Ελληνική Αεροδιαστημική Βιομηχανία (ΕΑΒ), η οποία υποστηρίζει μαχητικά αεροσκάφη και κατασκευάζει μέρη για F-16. Η ΕΑΒ αναπτύσσει επίσης drones και anti-drone συστήματα, με κάποιες πρώτες εφαρμογές ήδη σε χρήση σε ναυτικές αποστολές της ΕΕ.
Παρά τις σημαντικές επενδύσεις, η Ελλάδα καλείται να ενισχύσει την αυτάρκεια της στον αμυντικό τομέα και να διαχειριστεί τις κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις που συνοδεύουν τις αυξημένες δαπάνες.