Το πολιτικό σκηνικό βρίσκεται σε μια από τις πιο ασταθείς περιόδους της τελευταίας δεκαετίας, καθώς η μέχρι πρότινος ξεκάθαρη κατανομή δυνάμεων αρχίζει να θολώνει.
Οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν ότι, παρότι η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να προηγείται με άνεση, η φθορά που συσσωρεύεται περιορίζει σημαντικά τη δυναμική που είχε επιτύχει το 2019 και το 2023. Οι αιτίες της κάμψης δεν είναι μονοδιάστατες· προκύπτουν από ένα πλέγμα γεγονότων που έχει πλήξει την αξιοπιστία της κυβέρνησης και έχει δημιουργήσει ρωγμές στο μέχρι τώρα σταθερό εκλογικό της ακροατήριο.
Οι σκιές γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, οι ιδεολογικές εντάσεις που σχετίζονται με ζητήματα ταυτότητας, οι ακόμη ανοιχτές πληγές από το δυστύχημα στα Τέμπη και οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής συνθέτουν μια εικόνα κόπωσης. Ωστόσο, παρά την κυβερνητική φθορά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν καταφέρνουν να κεφαλαιοποιήσουν τη δυσαρέσκεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, και η συζήτηση για πιθανή νέα πολιτική κίνηση από τον Αλέξη Τσίπρα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα της Κουμουνδούρου. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή του, αλλά χωρίς σταθερή ανοδική πορεία, ενώ οι μικρότεροι πολιτικοί σχηματισμοί δεν κατορθώνουν να μετατρέψουν την κοινωνική δυσαρέσκεια σε εκλογική δύναμη.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι η γεωγραφική κάμψη της ΝΔ, όπως καταγράφεται σε πρόσφατες μετρήσεις, όπου χάνει έδαφος σε τέσσερις περιφέρειες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ασφαλείς. Η δυσαρέσκεια του αγροτικού κόσμου, που εκδηλώνεται μέσα από τις μαζικές κινητοποιήσεις, φαίνεται να λειτουργεί καταλυτικά σε αυτήν τη μετατόπιση. Την ίδια στιγμή, η συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τους υδρογονάνθρακες λειτουργεί ως μια ανάσα για το κυβερνητικό επιτελείο, χωρίς όμως να αρκεί για να αναστρέψει τη συνολική τάση.
Στο πολιτικό υπόβαθρο κινούνται παράλληλα και τα σενάρια για την εμφάνιση νέων κομμάτων. Η περίπτωση Τσίπρα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά χωρίς συγκεκριμένες κινήσεις επικρατεί μια αίσθηση στασιμότητας. Το ίδιο ισχύει και για τα σενάρια γύρω από τη Μαρία Καρυστιανού, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς δείχνει ο μόνος που παρεμβαίνει ενεργά, διαμορφώνοντας πολιτικό λόγο χωρίς να έχει ανακοινώσει νέο φορέα.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, είναι φανερό ότι το πολιτικό σύστημα εισέρχεται σε μια μεταβατική φάση. Η κόπωση των πολιτών, η πολλαπλή φθορά του κυβερνητικού στρατοπέδου και τα ανοιχτά ερωτήματα για τις επόμενες πολιτικές κινήσεις δημιουργούν ένα σκηνικό όπου όλα μοιάζουν πιθανά, αλλά τίποτα ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο.











